- μακρήμερος
- μακρήμερος, -ον (Α)βλ. μακροήμερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρημερία — μακρημερία, ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) [μακρήμερος] η εποχή τού έτους κατά την οποία οι μέρες είναι μεγάλες, η εποχή τών μακρών ημερών, το θέρος … Dictionary of Greek
μακροήμερος — η, ο (AM μακροήμερος, ον, Α και μακρήμερος, ον) 1. μακρόβιος («ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ) 2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ολιγο ήμερος] … Dictionary of Greek